αναπέφτω — 1. ανακλίνομαι για ανάπαυση, ξαπλώνω 2. πέφτω ανάσκελα … Dictionary of Greek
αναπέφτω — ανάπεσα και ανέπεσα, πεσμένος, πέφτω ανάσκελα: Τον βρήκαν αναπεσμένο και σε κακό χάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)